- πολυβόητος
- -ον, Α(για πρόσ.)1. αυτός που προκαλεί γύρω από τον εαυτό του πολύ θόρυβο, περιβόητος2. πολύ ηχηρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + βοητός (< βοῶ), πρβλ. περι-βόητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυβόητος — much talked of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυβόητον — πολυβόητος much talked of masc/fem acc sg πολυβόητος much talked of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek